συγκλητικος

συγκλητικος
    συγκλητικός
    I
    3
    сенатский
    

συγκλητικὸν δόγμα Diod. (лат. senatus consultum) — сенатское постановление

    II
    ὅ член сената, сенатор Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συγκλητικος" в других словарях:

  • συγκλητικός — of senatorial rank masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκλητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στη σύγκλητο ή έχει σχέση μ αυτήν: Η συγκλητική τάξη αποτελούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη. 2. ουσ., συγκλητικοί, οι αυτοί που ήταν μέλη της συγκλήτου: Ο Γάιος Γράκχος προσπάθησε να εμποδίσει τη σύγκλητο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκλητικῶν — συγκλητικός of senatorial rank fem gen pl συγκλητικός of senatorial rank masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικόν — συγκλητικός of senatorial rank masc acc sg συγκλητικός of senatorial rank neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικαί — συγκλητικός of senatorial rank fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικοῖς — συγκλητικός of senatorial rank masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικοί — συγκλητικός of senatorial rank masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικοῦ — συγκλητικός of senatorial rank masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικούς — συγκλητικός of senatorial rank masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικῆς — συγκλητικός of senatorial rank fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»